- πανσλαβιστής
- ο сторонник панславизма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πανσλαβιστής — ο, θηλ. πανσλαβίστρια οπαδός τού πανσλαβισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανσλαβισμός + ιστής. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. Πανσλαβισταί, μαρτυρείται από το 1861 στον Π. Ρομπότη] … Dictionary of Greek
πανσλαβιστής — ο θηλ. ίστρια ο οπαδός του πανσλαβισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανσλαβιστικός — ή, ό [πανσλαβιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πανσλαβιστές ή στον πανσλαβισμό … Dictionary of Greek